-
1 ἄχος
A pain, distress, in Hom. always of mind, ἄχος αἰνόν, ἄλαστον, ἄτλητον, ὀξύ, Il.4.169, al.;ἄχεος νεφέλη μέλαινα 17.591
;ἄχε' ἄκριτα 3.412
;τὸν δ' εἷλεν ἄχος κραδίαν B.10.85
; also of physical ills, Pi.P.3.50 (pl.);δειμάτων ἄχη A.Ch. 586
(lyr.); ἀκοῦ δ' ἄχος, with a play on the words, S.Tr. 1035;οὐράνι' ἄχη A.Pers. 573
(lyr.);ἐμοὶ δ' ἄχε', ἄχεα κατέλιπε Ar.Ra. 1353
(paratrag.), cf. 1531 (hex.).— Rare in Prose,ἡ παῖς ἀπήγξατο ὑπὸ ἄχεος Hdt.2.131
;ἄ. αὐτὸν ἔλαβεν X.Cyr.5.5.6
, cf. Plu.Cor.20. -
2 δειμα
- ατος τό1) боязнь, страх, ужас(δ. φέρειν τινί Hom.; περὴ δείματι φεύγειν τινά Pind.; ἐς δ. πεσεῖν Her.; φόβοι καὴ δείματα Thuc., Plat.; δ. καὴ τάρβος Plut.)
δείματός τι μέρος ἔχειν Soph. — быть подверженным страху2) предмет страха(δ. τοῦ νυκτέρου Soph. и δείματα νυκτερινά Plut.)
3) страшилищеδεινὰ δειμάτων ἄχη Aesch. и δείματα θηρῶν Eur. — страшные звери, чудовища
-
3 δεῖμα
A fear,δεῖμα φέρων Δαναοῖσι Il.5.682
;φρένα δείματι πάλλων S.OT 153
(lyr.);δ. ἔλαβέ τινα Hdt.6.74
; ἐς δ. πεσεῖν, ἐν δείματι κατεστάναι, Id.8.118,36; opp. θάρσος, Aen.Tact.16.3: pl., S.El. 636;φόβοι καὶ δ. Th.7.80
, Phld.D.1.22, etc.
См. также в других словарях:
δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… … Dictionary of Greek